- φυτολογικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytologic < phytology (βλ. λ. φυτολογία). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1881 στον Θεόδ. Χέλδραϊχ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυτολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτολογία (βλ. λ.), που είναι της φυτολογίας, ο βοτανολογικός: Φυτολογικές μελέτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)